ἐκτεθειμένος

ἐκτεθειμένος
ἐκτίθημι
set out
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επίδρομος — ο (AM ἐπίδρομος, ον) το αρσ. ως ουσ. το τραπεζοειδούς σχήματος τελευταίο ιστίο στην πρύμνη σκάφους αρχ. 1. εκτεθειμένος σε επιδρομές, ευάλωτος («ἔνθα μάλιστα ἄμβατός ἐστι πόλις και ἐπίδρομον ἔπλετο τεῑχος») 2. εκτεθειμένος στον άνεμο («ἐπίδρομον… …   Dictionary of Greek

  • ευκολοπάτητος — η, ο 1. ο εκτεθειμένος σε εχθρικές επιδρομές, ο ευπρόσβλητος («κάστρο ευκολοπάτητο») 2. (για κτήριο) ο εκτεθειμένος σε κλοπή …   Dictionary of Greek

  • πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… …   Dictionary of Greek

  • έκκειμαι — (AM ἔκκειμαι) Ι. είμαι ανηρτημένος για να μπορεί να μέ διαβάζει το κοινό («έκκειται το πινάκιον») αρχ. μσν. πέφτω έξω, βρίσκομαι έξω αρχ. 1. επιδεικνύω 2. προβάλλω, φαίνομαι έξω από κάτι 3. (για μέλη τού σώματος) είμαι ακάλυπτος, γυμνός 4. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • έναυρος — ἔναυρος, ον (Α) 1. ο εκτεθειμένος στην αύρα («χωρίον εὔπνουν καὶ ἔναυρον», Θεόφρ.) 2. (το αρσ. ως κύρ. όνομ.) Ἔναυρος ένα από τα επίθετα τού Απόλλωνος …   Dictionary of Greek

  • ανασφάλιστος — η ο 1. αυτός που δεν έχει εξασφάλιση, δεν του έχει δοθεί εγγύηση 2. ο επισφαλής, ο εκτεθειμένος στους κινδύνους 3. αυτός που δεν έχει ασφαλιστεί σε ασφαλιστικόν οργανισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ασφάλιση. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον… …   Dictionary of Greek

  • ανεμόδαρτος — η, ο (Μ ἀνεμόδαρτος, ον) εκείνος που δέρνεται από τους ανέμους, ο εκτεθειμένος στους ανέμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + δαρτός < δέρω] …   Dictionary of Greek

  • ανεμόπληκτος — η, ο εκτεθειμένος στον άνεμο, ανεμόδαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + πληκτος < πλήττω. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον φιλόλογο και αρχαιολόγο Στέφανο Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • ανεμώδης — ἀνεμώδης, ες (AM) (για χρονικό διάστημα) εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου επικρατούν άνεμοι αρχ. 1. εκτεθειμένος στους ανέμους, ανεμοδαρμένος 2. ο προκαλούμενος από τους ανέμους 3. εκείνος που προμηνύει άνεμο …   Dictionary of Greek

  • ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”